Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Ένα συγγνώμη στη μητέρα.

Δεν γνωρίζω από ποιά βάθη πηγάζει η δημιουργικότητα. Είτε έχει μαμή την μοναξιά είτε όχι. Είτε πηγάζει από το άλγος είτε ξεπροβάλει από διάθεση ανοιξιάτικη. 

Φορώ τα γυαλιά, τα χοντροκομμένα τζάμια και αρχίζω την γραφή. Ιδρώνω, εξατμίζομαι, και γίνομαι στοιχειό. Σιχαίνομαι, αντιδρώ και παύω να υπάρχω. Από ολότητα καταλήγω να με χαρακτηρίζουν επιθετικοί προσδιορισμοί με πρόθεση το ημί-. 

Πίνω όχι για να ξεχάσω, αλλά για να αγγίξω την κουτή λάμψη που ως παιδιά έχουν στα μάτια μας οι αυτοκαταστροφικοί τύποι. 

Γεννήθηκα κοπέλι, ένοιωθα κοπέλα και στο τέλος του μυθιστορήματος έζησα εγώ απάνθρωπα και εσείς επίσης. 

Το σώμα με εγκαταλείπει αλλά έτσι κι αλλιώς δεν το συμπάθησα ποτές. Του φέρθηκα σκληρά. Δεν το έφτασα ποτέ στα όριά του!

Λογιζόμουν Πυγμαλίων. Μα με ξεπέρασαν στην εξυπνάδα, με ξεπέρασαν στην σπιρτάδα.

Πόσο θα έπρεπε να με παραγκωνίζετε. Πόσο θα έπρεπε να μην δίνετε σημασία στα λόγια σοφιστή που ξεστομίζω. Λόγια όχι σοφά, μα λόγια σοφιστή. 

Κι όμως είμαι ο μεσσίας σας και σας αγαπώ πολύ.