Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Έβδομη

Κομμένα υφάσματα ανάκατα, πρόχειρα ραμμένα, κολλημένα στο δέρμα σου.  Τα χρώματα των τελευταίων πολλά.  Καφέ,  μπορντό, λάδι, σκούρο μπλε και μαύρο. Σε όλα στέκεται σκόνη και ιστός.

Το σώμα σου ελαφρύ και κενό. Τόσο γεμάτος.  Μα,  γεμάτος με άχυρο.

Ανοίγεις κάθε μέρα το κουρέλι που σου χουν βάλει για πουκάμισο σε αναζήτηση ενός σημείου ζωή στο μέρος όπου ανατομικά άκουσες πώς βρίσκεται το στήθος.

Κάθε βράδυ κοιτάς τον ξύλινο σταυρό που χεις πάνω απ το κρεβάτι σου και αναρωτιέσαι γιατί κάθε πρωί παρασύρεσαι. Γιατί χάνεις τον έλεγχο.
Έχεις αρχίσει και υποψιάζεσαι πώς ο λόγος πηγάζει από της αλυσίδες που σου φόρεσαν στα χέρια και στα πόδια. Τα ακριβή τους λόγια τα θυμάσαι ακόμα·
-Φορά τις και δεν θα πέσεις πότε!
Και όντως κάθε πρωί που σηκώνεσαι ψηλά νιώθεις ασφάλεια.  Εξάλλου είναι σκληρές οι αλυσίδες.

Μόνο χτες για κάτι λιγότερο του ενός λεπτού παρασύρθηκες και μουρμούρισες με δόντια που τρίζαν· Ας σπάγανε, σκέφτηκες. Μα, απομακρύνες αυτή την τσόντα γρήγορα από το μέρος που είχες ακούσεις ότι ανατομικά βρίσκεται ο νους.

Και εγώ ανακουφισμένος πήγα για ύπνο ξέροντας ότι η μαριονέτα μου θα δώσει χαρά και σε άλλα παιδιά με τη νέα αυγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου